σοδομία

σοδομία
η, Ν
1. κάθε ομοφυλοφιλική πρακτική μεταξύ ανδρών ιδίως η παιδεραστία
2. η πρωκτική συνουσία
3. η κτηνοβασία
4. κάθε άλλη σεξουαλική απόκλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σόδομα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σοδομία — σοδομία, η και σοδομισμός, ο παρά φύσιν συνουσία, ομοφυλοφυλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοδομικός — ή, ό, Ν σχετικός με τη σοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Καιροί] …   Dictionary of Greek

  • σοδομισμός — ο, Ν σοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • αρρενοβασία — ἀρρενοβασία, η (Μ) η σοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + βασία < βάτης < βαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αρσενοκοιτώ — ἀρσενοκοιτῶ ( έω) (AM) [αρσενοκοίτης] διαπράττω σοδομία …   Dictionary of Greek

  • σοδομίτης — ο, Ν σοδομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + κατάλ. ίτης] …   Dictionary of Greek

  • σοδομιστής — ο, Ν ομοφυλόφιλος, ιδίως ο παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + ιστής*] …   Dictionary of Greek

  • σοδομιτικός — ή, ό, Ν [σοδομίτης] σχετικός με τη σοδομία, σοδομικός …   Dictionary of Greek

  • sodom — SODÓM s.n. (pop.) Mulţime, sumedenie (de oameni, de animale); cantitate mare (din ceva). ♦ Prăpăd, nenorocire, pustiire; p. ext. potop. – Din sl. Sodomŭ. Trimis de IoanSoleriu, 26.07.2004. Sursa: DEX 98  SODÓM s. v. arătare, calamitate,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”